- εὐδοκῶ
- εὐδοκέωto be well pleasedpres subj act 1st sg (attic epic doric)εὐδοκέωto be well pleasedpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδοκώ — (ΑΜ εὐδοκῶ, έω) αποδέχομαι, συγκατατίθεμαι, αποφασίζω να κάνω κάτι («εὐδόκησε ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῡναι ὑμῑν τὴν βασιλείαν», ΚΔ) νεοελλ. 1. ειρων. συγκατατίθεμαι να κάνω κάτι ύστερα από πολλή δυσκολία («ο ταμίας ευδόκησε να μού δώσει τον μισθό μου») 2 … Dictionary of Greek
ευδοκώ — ευδόκησα 1. περιβάλλω κάποιον με την αγάπη μου, υποστηρίζω. 2. δέχομαι με ευχαρίστηση κάτι: Δεν ευδόκησε να μας επισκεφτεί ο ξένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενευδοκώ — ἐνευδοκῶ, έω (AM) [ευδοκώ] 1. αποδέχομαι ευχαρίστως κάτι, ευαρεστούμαι, συγκατατίθεμαι 2. συμφωνώ με κάποιον ή με κάτι … Dictionary of Greek
ευδοκία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Η οσιομάρτυρας, η εκ Σαμαρειτών. Έζησε επί Τραϊανού και ήταν πόρνη. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό. Η μνήμη της τιμάται την 1η Μαρτίου. 2. Η μάρτυς. Καταγόταν από την Ανατολή και αιχμαλωτίστηκε από τους… … Dictionary of Greek
ευδοκητής — εὐδοκητής, ὁ (Α) [ευδοκώ] αυτός που επιδοκιμάζει κάτι … Dictionary of Greek
ευδοκητός — εὐδοκητός, ή, όν (ΑΜ) [ευδοκώ] αυτός που έχει επιδοκιμαστεί, που έχει εγκριθεί. επίρρ... εὐδοκητῶς (Α) με επιδοκιμασία, με έγκριση … Dictionary of Greek
ευδοκιώ — εὐδοκιῶ, άω (Α) [ευδοκία] ευδοκώ … Dictionary of Greek
ευδόκησις — εὐδόκησις, ἡ (Α) [ευδοκώ] επιδοκιμασία, συγκατάθεση, συναίνεση … Dictionary of Greek
ευδόκιμος — I (9ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Καππαδοκία και ήταν αξιωματούχος επί Θεοφίλου. Πολιτεύτηκε, κατά τους χρονικογράφους, με οσιότητα. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Ιουλίου. II (16ος αι.). Υμνογράφος. Πολλοί τον… … Dictionary of Greek
συνευδοκώ — έω, ΜΑ 1. συναινώ, συμφωνώ με κάποιον άλλον για κάτι («συνευδοκούντων Ῥωμαίων παρέδωκαν αὐτούς», Πολ.) 2. δείχνω συμπάθεια σε κάποιον («συνευδοκοῡσι τοῑς πάσχουσι», ΚΔ) μσν. συμμετέχω («ἔλαβε... σῶμα... ἵνα ἐν αὐτῷ συνευδοκήσῃ τοῡ παθεῑν», Επιφάν … Dictionary of Greek